- νοσφιστής
- ο (Α νοσφιστής) [νοσφίζομαι]αυτός που ιδιοποιείται ξένη ιδιοκτησία παράνομα, σφετεριστής, καταχραστής.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νοσφιστής — peculator masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νοσφιστήν — νοσφιστής peculator masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νοσφιστῶν — νοσφιστής peculator masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νοσφιστάς — νοσφιστά̱ς , νοσφιστής peculator masc acc pl νοσφιστά̱ς , νοσφιστής peculator masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)